- μηρυκάζει
- μηρυκάζωchew the cudpres ind mp 2nd sgμηρυκάζωchew the cudpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήρυξ — μήρυξ, υκος, ὁ (Α) το ψάρι σκάρος ο κρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μηρυκάζω. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι επειδή πιστευόταν ότι μηρυκάζει την τροφή του] … Dictionary of Greek
σκάρος — (scarus). Γένος φαρυγγόγναθων ψαριών της οικογένειας των Σκαριδών. Περιλαμβάνει ψάρια μέτριου μεγέθους, με σώμα συμπιεσμένο στα πλάγια. Τα δόντια τους είναι κολλημένα στα σαγόνια τους, τα οποία δίνουν την εντύπωση ράμφους. Στο χαρακτηριστικό αυτό … Dictionary of Greek
μηρυκάζω — μηρύκασα (για χορτοφάγα ζώα) 1. ξαναμασώ την τροφή που έχω καταπιεί, αναχαράζω. 2. μτφ., επαναλαμβάνω με στερεότυπο τρόπο λόγια δικά μου ή άλλου: Κάθε φορά που συζητάμε μηρυκάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)